- συφοριασμένος
- η , ο несчастный, бедный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συφοριασμένος — η, ο δυστυχής: Είναι η μοίρα των συφοριασμένων (Καβάφης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άραχθος — Ποταμός (110 χλμ.) της Ηπείρου. Έχει λεκάνη με έκταση 1.890 τ. χλμ. Πηγάζει από τη θέση Οξιά του Δεσπότη και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο. Λέγεται και ποτάμι της Άρτας. Σε τμήμα κοντά στις πηγές του ονομάζεται Μετσοβίτικος. Ο Μετσοβίτικος… … Dictionary of Greek
άραχνος — κ. άραχλος η, ο συφοριασμένος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)] … Dictionary of Greek
κακομυριοκατάδαρτος — κακομυριοκατάδαρτος, η, ο(ν) (Μ) καταδαρμένος, πολυχτυπημένος από μύρια κακά, συφοριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + *μυριοκατάδαρτος < μύριος + καταδέρω] … Dictionary of Greek
συφοριάζω — Ν [συ(μ)φορά] 1. ρίχνω κάποιον σε συμφορά, τόν κάνω να δυστυχήσει 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συφοριασμένος, η, ο δυστυχισμένος … Dictionary of Greek